- πεζευτικός
- -ή, -όν, Α [πεζεύω](για ζώα) αυτός που έχει τη δυνατότητα να περπατά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεζευτικά — πεζευτικός able to walk neut nom/voc/acc pl πεζευτικά̱ , πεζευτικός able to walk fem nom/voc/acc dual πεζευτικά̱ , πεζευτικός able to walk fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)